- ξηροστομία
- Υπερβολική ξηρότητα του στόματος, που έχει σχέση με τη μείωση ή και την προσωρινή διακοπή της έκκρισης σάλιου. Παρατηρείται σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη ή από εμπύρειες νόσους, μετά από χρήση ατροπίνης ή εξαιτίας της μεγάλης απώλειας υγρών του οργανισμού. Στα άτομα μεγάλης ηλικίας, όταν εμφανίζεται ξ., συνοδεύεται συνήθως από ατροφία του βλενογόννου του στόματος.
* * *η (Α ξηροστομία)νεοελλ.νοσηρή κατάσταση τής στοματικής κοιλότητας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική ξηρότητα τού στόματος που οφείλεται σε ελάττωση ή και κατάργηση τής έκκρισης σάλιου και αποτελεί παρενέργεια φαρμάκων και σύμπτωμα διαφόρων νόσωναρχ.ανιαρή, βαρετή ομιλία, ομιλία χωρίς γλαφυρότητα, το να μιλά κανείς ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -στομία (< -στομος < στόμα), πρβλ. κακο-στομία. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xerostomia < ξηρός + στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.